ανεπιστημοσύνη

ανεπιστημοσύνη
η (Α ἀνεπιστημοσύνη)
έλλειψη επιστημοσύνης, γνώσης ή εμπειρίας
αρχ.
ανυπαρξία επιστήμης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἀνεπιστημοσύνη — want of knowledge fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεπιστημοσύνῃ — ἀνεπιστημοσύνη want of knowledge fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανεπιστημοσύνη — η έλλειψη επιστημοσύνης, αμάθεια, απειρία: Με τον τρόπο που πραγματεύτηκε το θέμα έδειξε την ανεπιστημοσύνη του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀνεπιστημοσύναι — ἀνεπιστημοσύνη want of knowledge fem nom/voc pl ἀνεπιστημοσύνᾱͅ , ἀνεπιστημοσύνη want of knowledge fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεπιστημοσυνῶν — ἀνεπιστημοσύνη want of knowledge fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεπιστημοσύνην — ἀνεπιστημοσύνη want of knowledge fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεπιστημοσύνης — ἀνεπιστημοσύνη want of knowledge fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεπιστημοσύνας — ἀνεπιστημοσύνᾱς , ἀνεπιστημοσύνη want of knowledge fem acc pl ἀνεπιστημοσύνᾱς , ἀνεπιστημοσύνη want of knowledge fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κἀνεπιστημοσύνης — ἀνεπιστημοσύνης , ἀνεπιστημοσύνη want of knowledge fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”